“Το ορατό δεν είναι η αλήθεια”
(Σημειώσεις για την δουλειά του Δημήτρη Τζάνη)


Στο “μεταμοντέρνο” πανόραμα, που άλλοι το αποκαλούν “νεομπαρόκ”, είμαστε παρόντες σε κάθε είδους απεικονίσεις, λίγο-πολύ αισθητικές, που καθοδηγούνται ή στα όρια των κοινωνικών κανόνων ή οπωσδήποτε έξω απο το κέντρο. Η αποκέντρωση, ωστόσο, φαίνεται να είναι πιθανόν ο μοναδικός κανόνας στην κοινωνία των πληροφοριών της μάζας. Όμως κάθε μια απ’ αυτές τις απεικονίσεις έχει βρεί μια δική της “μερική” τοποθέτηση, ένα δικό της μοναδικό υποσύνολο, -σπανιώτερα επικοινωνιακό με τα άλλα υποσύνολα- στην προσπάθεια, ίσως, να αποφευχθεί το πρόβλημα της “πολυπλοκότητας”. Η ζωγραφική και γενικά οι εικαστικές Τέχνες, είναι εκείνες οι  περισσότερο εκτεθειμένες σ’αυτό το είδος της παράλειψης, σ’ αυτή την παγίδα που συνίσταται στην έλλειψη της μνήμης. Απ’ εδώ γεννιέται η παρεξήγηση, δηλαδή, οτι η “τωρινή στιγμή” θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν άρνηση του Ιστορικού Χρόνου. Αλλά η Ιστορία δεν έχει τελειώσει. δεν πρέπει να την θεωρούμε τώρα πια σαν μια γραμμική εξέλιξη.
Ο Δημήτρης Τζάνης δεν έπεσε ποτέ σ’αυτή την παγίδα, δεν έχασε ποτέ ούτε την “μνήμη” ούτε τον “χρόνο”. Η ειρωνεία του, θα είχε πεί ο Σαίξπηρ, είναι η τελευταία πράξη μιας τραγωδίας που επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον με τις ίδιες συνθήκες, τόσο που θα μπορούσαμε να το έχουμε συνηθίσει. Αλλά ο καλλιτέχνης μας δεν μας το επιτρέπει και ίσως είναι ακριβώς αυτός ο σκοπός της Τέχνης, αν ποτέ η Τέχνη είχε ένα σκοπό.
Μπροστά στη δουλειά του Δημήτρη Τζάνη, κάνοντας κριτική, είναι αναγκαίο να υιοθετήσουμε μια φαινομενολογική στάση γιατί οι ιστορίες που μας διηγείται δεν είναι άμεσα ευανάγνωστες, όπως αντίθετα, είναι η δική του εικαστική γραμμή. Εξάλλου αυτός ρισκάρει την Τέχνη του στα όρια από την ζωγραφική στην γραφική Τέχνη και αυτή, η τελευταία, είχε πάντα ένα πλεονέκτημα και συγχρόνως μια δυσκολία συγκριτικά με τη ζωγραφική, με το να είναι πιο κοντά στη γραφική, η οποία μπορούμε να πούμε, ότι είναι η “μητρική” της γραφής. Το χρώμα βασίζεται στις αισθήσεις που η φύση τονίζει. Η γραμμή αντίθετα, γεννιέται από το νού. Το γραφικό σημείο δημιουργεί πάντα ένα κείμενο, δηλαδή μια αναγκαία σχέση ανάμεσα στο δημιουργό και τον ερμηνευτή ή αν θέλουμε να το συνοψίσουμε, από τον δημιουργό στον “αναγνώστη”.
Στην πραγματικότητα, σαν κριτικός της Τέχνης Ιταλικής καταγωγής, καταλαβαίνω οτι ο διαχωρισμός ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο τύπους έκφρασης δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα: στα Ιταλικά το “dipingere” δεν είναι διαφορετικό απο το “βάφω”, ενώ το “ζωγραφίζω” σημαίνει οτι ο λευκός μουσαμάς είναι μια έρημος όπου πρέπει να γράφουμε δια μέσου της ιστορίας μας, όλες τις “Ιστορίες του κόσμου”.
Ο Δημήτρης Τζάνης είναι, ανάμεσα στους Έλληνες καλλιτέχνες  που γνωρίζω, εκείνος που καλύτερα μπορεί να παρουσιάσει την ανυπαρξία αυτού του διαχωρισμού. Αυτός είναι ζωγράφος ακριβώς με την ετυμολογική έννοια της λέξης, της δικής του λέξης. Εάν θα έπρεπε να καθορίσουμε τον “τόπο” στον οποίο ο καλλιτέχνης κινείται, αυτός θα ήταν ακριβώς η γλώσσα.
Δεν θέλω να παραμείνω αναγκαστικά σε θέματα που σίγουρα θα έχουν ασχοληθεί οι προηγούμενοι ερμηνευτές. Όλοι αυτοί θα έχουν κάνει κάποιες ερωτήσεις γύρω απο την ταυτότητα που έχουν τα “ανθρωπάκια” του, για το αόρατο περιεχόμενο των βαλιτσών τους, ή θα έχουν ασχοληθεί στο να εντάξουν ιστορικά την έννοια αυτού του συνεχόμενου ταξιδιού μέσα στα όρια των δικών μας μεταπολεμικών αναμνήσεων ή, ακόμα, αν υπάρχει κάποια αναφορά ανάμεσα σ’αυτές τις αναμνήσεις, και την προσωπική ιστορία του Τζάνη με τις δικές του Μικρασιατικές ρίζες.  Άλλωστε οι τίτλοι των προηγουμένων εκθέσεων: “Γκαραζ”, “Transit”, “Deposit”, Terracotta” μας δίνουν να καταλάβουμε, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διάχυτο ταξίδι, και έτσι, για μια στιγμή σκέφτηκα τον Καβάφη, αλλά το ταξίδι του ποιητή είναι ένα ταξίδι επιστροφής, ενώ αυτό του καλλιτέχνη μας είναι μια συνεχής έξοδος.
Κοιτάζοντας τα τελευταία έργα του με γενικό τίτλο “Anabiosis”, όλα αυτά φαίνονται ακόμα πιο έντονα. Φυσικά μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν σταματάμε στην επιφάνεια του φαινομένου. Τα “ανθρωπάκια” του, έχουν γίνει απρόσωπα, επιδεικνύοντας οτι η ταυτότητα τους δεν μετράει, οι βαλίτσες πάντα πιο ελαφριές, δείχνοντας οτι το περιεχόμενό τους δεν έχει σημασία, και μετά η εικαστική γραμμή, παντα πιο γρήγορη, περνά συνέχεια από το περίγραμμα των σωμάτων σ’αυτά των αντικειμένων μέχρι να φτάσει σ’ ένα είδος φαντάσματος: “το φάντασμα του παπουτσιού”. Το ταξίδι είναι εκεί! Χαραγμένο στην επιφάνεια της ερήμου του μουσαμά. Είναι τα περιγράμματα στις φιγούρες που προσδιορίζουν τη διαδρομή όπως οι άγγελοι του Paul-Klee σχεδιάζουν τους εαυτούς τους σε μιά μετακίνηση αδιάστατη.
Ειναι ανώφελο να ψάξουμε στη δουλειά του ζωγράφου, κάποια αναφορά σε μιά ιστορική χρονολόγηση γιατί αυτός, αν και εμμένοντας στο “Χρόνο” και την “Ιστορία”, μας διηγείται όλες τις “εξόδους” του κόσμου, αυτές που έχουν περάσει, μέχρι και αυτές που θα έλθουν.
Πάνω στους πίνακες του, εκεί όπου το χρώμα τονίζει τις επιφάνειες, οι δρόμοι είναι τοποθετημένοι επάλληλα και τα ίχνη τους μυστηριωδώς ακολουθούν τα ορατά περιγράμματα ενός ανθρώπου, μιας βαλίτσας, ενός υποδήματος. Ο Δημήτρης Τζάνης ξέρει ότι το ορατό δεν είναι η αλήθεια. 
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, γιατί η “Αnabiosis”μου αποκαλύπτει ότι η ιδέα δεν επιδιώκει απαραίτητα μια υποκειμενική, μοναδική και μοναχική διαδρομή, αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε κοινωνική σχέση, από οποιαδήποτε επιβεβαίωση των σκοπών, κλειστή σαν μία Λαϊμπνιτσιακή μονάδα που περιμένει να ανοιχτεί στον κόσμο μόνο με μιά τελική διαδικασία, τον πίνακα ολοκληρωμένο και εκτεθειμένο.
Οι αόρατοι δρόμοι της ερμηνείας συχνά είναι τέτοιοι επειδή περνούν μέσα από τις εμπειρίες των άλλων… αρκεί μόνο η υποψία της ύπαρξής τους, και σε μας τους ερμηνευτές δε μένει παρά να τους δείξουμε “αποκαλύπτοντας” τους.
Μέσα στα έργα του Δημήτρη Τζάνη υπάρχει και ένα “γενεαλογικό δέντρο”, απροσδιόριστο, τραγικό, ειρωνικό και μαζί γεμάτο χιούμορ, όπου οι διαδρομές είναι καθορισμένες από τυχαίες συναντήσεις, όπως τυχαία είναι η καταγωγή μας. Το έργο αποτελείται από εκείνη τη σειρά των αισθητικών γεγονότων που τοποθετούνται έξω από τον canva, στην προσπάθεια να δημιουργήσουν ένα αντικείμενο απολύτως “άχρηστο” (εάν απ’ αυτό περιμένουμε κάποια καταναλωτική χρησιμότητα). Αυτό το έργο μας ωθεί όχι σε μία παθητική ατένιση αλλά ενεργητική ματιά. Μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε το ίχνος μιας διαδρομής, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε εμείς που το φέρνουμε στο προσκήνιο. Αυτό το δένδρο είναι ο αόρατος δρόμος των χαμένων ταυτοτήτων, που βρέθηκαν, και μετά χάθηκαν ξανά…Επιμένοντας στην παρατήρηση μου αποκαλύφθηκε πως δέν ήταν τυχαίο ότι οι ελπίδες των ανθρώπων, που δεν είχαν ακόμα πρόσωπο, θα ναυαγούσαν κάτω από ένα δένδρο χτυπημένο από θεϊκό κεραυνό… Αλλά εμείς είμαστε σίγουροι ότι έχουμε ένα πρόσωπο;
Θυμήθηκα τώρα, ότι και ο γιος του πιο ευφάνταστου θεού του μυθικού σύμπαντος, είχε συλληφθεί κάτω από ένα δέντρο που, εάν είναι μακριά απ’ αυτό ο χρόνος, δεν είναι μακριά ο χώρος.
Ο Δημήτρης Τζάνης, τελικά, λύνει μ’ ένα μεταφυσικό τρόπο το πρόβλημα του “τόπου” σαν ένας περιπλανώμενος, τον κουβαλάει μέσα του. Έτσι, η βαλίτσα δεν είναι μόνο μία διαδρομή, μία κατοικία, μία γη, μα και μία τεφροδόχος, ένας “τόπος” της μνήμης.
Ακόμα μία φορά είναι αναγκαίο να κοιτάξουμε πέρα από το ορατό. 
          


            7-9-2001                                                                       Andrea Carmemolla
                                                                                                  Κριτικός Τέχνης